-
1 επαυξησις
- εως ἥ1) рост, увеличение, расширение(τῶν δικαίων Plat.; τῶν μέτρων Plut.)
2) выгода, польза, благо(εἰς τέν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν Polyb.)
-
2 επισημαινω
1) тж. med. ставить знак, отмечать, обозначатьτῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις ἐπεσήμαινεν Thuc. — поражение конечностей было признаком (перенесенной болезни);
ἐπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι λαὸς ὄνομ΄ ἐπώνυμος Eur. — этот народ будет носить его (Ахея) имя;ἐπισημαίνεσθαί τινι ἓν εἶδος Plat. — обозначить что-л. как один вид;ἐπισημηνάμενος, ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τε ἀνίατος δοκῇ εἶναι Plat. — указав, считает ли он его излечимым, или нет2) (тж. ἐ. τὸ θεῖον Plut.) давать знак, посылать знамение(τινί Xen., Plut., Diod.)
3) указывать, давать указание, заявлять(ἐπισημαίνει ὅ Πυθαγόρας, ὅτι … Plut.)
(τὰς εὐθύνας Dem.)
5) med. одобрять, хвалить(τινα и τι Polyb.; τοὺς παρά τινος λόγους Aeschin.)
τοὺς ἀκούοντας ἐ. καὴ θορυβεῖν ἀναγκάζειν Isocr. — вызывать у слушателей шумное одобрение6) med. отмечать, отличать, награждать(τῶν πολιτῶν τινας δώροις Polyb.)
7) показывать, отмечать(τέν ἀρχήν τινος Arst.; med. τῆς γλώττης τέν διαμαρτίαν τῷ μειδιάματι Luc.)
8) med. клеймить, порицать(τινα Diod.; τὰς παρανόμους τῶν πράξεων Polyb.)
9) показываться, обнаруживатьсяἐὰν μέλιτος ἀφθονία ἐπισημαίνῃ Arst. — когда мед появляется в изобилии;impers. ἐπισημαίνει Arst. — появляются признаки, обнаруживается -
3 αθροισις
атт. ἅθροισις - εως ἥ1) собирание, набор(στρατοῦ Eur.)
2) накопление(χρημάτων Thuc.)
αἱ τῶν νεφῶν ἀθροίσεις Arst. — скопления облаков3) собрание, стечение(τῶν πολιτῶν Plut.)
4) грам. собирательностьἐπιρρήματα ἀθροίσεως — собирательные наречия (напр. ἅμα и т.п.)
-
4 εξετασις
- εως ἥ1) рассмотрение, исследование, испытаниеἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. — производить (предпринимать) исследование
2) воен. проверка, (о)смотр, инспектирование(ὅπλων καὴ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.)
3) сопоставление, сравнение(πρός τι Luc.)
4) учет, перепись(ἐ. καὴ σύνταξις τῶν πολιτῶν Arst.)
5) надзор (лат. censura)(περὴ τὰ ἤθη καὴ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.)
-
5 κτησις
- εως ἥ1) приобретение(χρημάτων Plat., Plut.; ἐπιστήμης Plat.)
κτῆσίν τινος ποιεῖσθαι Thuc. — приобрести что-л.2) владение, обладание(πλούτου Soph.)
κτῆσιν ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων Thuc. — владеть золотыми приисками3) имущество, достояние(πατρῴα κ. Soph.; αἱ κτήσεις τῶν πολιτῶν Plat.)
-
6 μετειμι
I[εἰμί]1) находиться (быть) (по)средиὄφρα ζωοῖσι μετείω Hom. — пока я в живых;
φθιμένοισι μ. Hom. — быть среди погибших, т.е. погибнуть;οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται Hom. — ведь никакого перерыва (в сражении) не будет2) преимущ. impers. быть уделом, относитьсяφροντίδων οὐ μετῆν αὐτῇ Xen. — (никакие) заботы ее не касались;
τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος ; Aesch. — что тебе в этом?;κἀμοὴ πόλεως μέτεστιν, οὐχὴ σοὴ μόνῳ Soph. — город принадлежит и мне, не тебе одному;μέτεστί θ΄ ὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος Eur. — есть и ваше участие в совершившемся;ἐμοὴ τούτων οὐδὲν μέτεστι Plat. — ничто из этого не имеет ко мне (никакого) отношения;μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc. — у всех - равный удел, т.е. равные права и обязанностиII[εἶμι] (impf. μετῄειν, fut. μέτειμι, part. aor. 1 med. μετεισάμενος)1) идти следом, следовать(ταὐτὸν ἴχνος Plut.; ἴθ΄, ἐγὼ δὲ μέτειμι Hom.)
2) преследовать(δίκας Aesch. и δίκῃ τινά Eur.)
δόλῳ μ. τὸν φόνον Eur. — хитростью совершить убийство3) заниматься, изучать, насаждать(τέχνην τινά Plat.; σοφίαν Xen.)
ἐάν τις ὀρθῶς μετίῃ Plat. — если кто правильно исследует4) добиваться, искать, выпрашивать(ὑπατείαν Plut.)
5) просить, умолять(τινὰ θυσίῃσι Her.; ἕκαστον τῶν πολιτῶν Thuc.)
6) идти или отправляться за (чем-л.)(τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ Xen.)
οἱ (ἱρέες) μετήϊσαν ἄξοντες Her. — жрецы пошли, чтобы привести (Аписа);οἱ μετιόντες Her. — посланные7) переходить Luc.ἐκεῖσε δ΄ ὅθεν ἀπέσχισάς με τοῦ λόγου μέτειμι Arph. — возвращаюсь к тому, на чем ты меня прервал
8) med. являться посреди, входить, вступатьμετεισάμενος ἐσκέδασσε φάλαγγας Hom. — врезавшись (в ряды троянцев, Эант), разметал (их) фаланги
-
7 αντιπληροω
со своей стороны снабжать должным количеством людейἀ. τὰς ναῦς Thuc. — укомплектовывать флот личным составом;
ἀ. τὰς τάξεις ἐκ τῶν πολιτῶν Xen. — пополнять воинские части из числа граждан -
8 διαφορα
ἥ1) различие, разница(τινος πρός τινα и πρός τι Arst., Plut.)
2) различие, неравенство3) видовое отличие, видовой признак(δ. εἰδοποιός Arst.)
4) вид, разновидность(αἱ διαφοραὴ καὴ τὰ γένη Arst.; ἰδέαι καὴ διαφοραί Plut.)
5) превосходство, преимущество6) разногласие, разлад, раздор, спор(πρός τινα Plat., Plut., τινι Eur. и τινι καί τινι Plat.)
τὰς διαφορὰς παντὴ μᾶλλον ἢ μάχῃσι καταλαμβάνειν Her. — улаживать спор любыми средствами, но не сражениями -
9 καταδυναστευω
1) притеснять, угнетать(τῶν πολιτῶν Diod.)
2) перен. подавлять, губить(τινά Xen.)
3) pass. быть одержимым -
10 μοιχευω
1) нарушать супружескую верность, прелюбодействовать, развратничать Xen., Arph. etc.2) совращать, развращать, соблазнять(γυναῖκας τῶν πολιτῶν Lys.; ἥ γυνή, ἣν ἐκεῖνος ἐμοίχευεν Lys.)
3) захватывать обманом(τέν θάλατταν Plut.)
-
11 ξυναγωγευς
- έως ὅ1) соединитель, объединитель(τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор(συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)
-
12 περιβλεπτος
2всем видный, т.е. известный, славный, прославленный, замечательный(βροτοῖς Eur.; ἐν Ἕλλησι Xen.; παρά τισι Diod.; τῷ σωφρονεῖν καὴ πεπαιδεῦσθαι π. ὑπὸ τῶν πολιτῶν Plut.)
οὐ π. βίος δούλης γυναικός Eur. — жалкая жизнь рабыни -
13 πολυτελως
с большими издержками, не жалея средств(κατεσκευάζεσθαί τι Polyb.)
οὐδενὸς ἧττον π. τῶν πολιτῶν Lys. — с неменьшими расходами, чем прочие граждане -
14 προσλαμβανω
(fut. προσλήψομαι, aor. 2 προσέλαβον, pf. προσείληφα) тж. med.1) сверх того или дополнительно брать, прибавлять, присоединятьἄρτον π. Xen. — брать хлеб (к какому-л. блюду), т.е. есть с хлебом;
πρὸς τοῖς παροῦσιν ἄλλα (sc. κακὰ) προσλαβεῖν Aesch. — прибавить к (уже) существующим бедствиям (еще) другие;πρὸς ἐκείνοις ἄλλην εὔκλειαν π. Xen. — присоединить к этому новую славу;π. καιροὺς τοῦ πότε λεκτέον καὴ ἐπισχετέον Plat. — уметь вовремя говорить и (вовремя) воздерживаться;προσλήψεσθαι τέν ἐμπειρίαν Thuc. — накопить опыт;προσλαβεῖν τινι σύμμαχόν τινα Xen. — сделать кого-л. чьим-л. союзником;κἀκεῖνο βουλώμεθα προσλαβεῖν (ὅτι) Plut. — мы хотели бы еще присовокупить (что);προσειλημμένος λεπτοῖς δεσμοῖς Arst. — (о мышцах) присоединенный тонкими связками;προσλαβεῖν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον Plut. — швырнуть в картину губку (губкой);τὰ προσλαμβανόμενα лог. Arst. — меньшая посылка2) укреплять, усиливать, увеличивать(ῥώμην καὴ φιλοτιμίαν Plut.)
ἰσχὺν τῆς πίστεως προσλαμβανούσης Plut. — с усилением доверия3) брать с собой(ἱππέας καὴ πελταστάς Xen.)
4) ( о пище) принимать, вкушать(μηδέν NT.)
5) сверх того приобретать, получатьπ. γνώμην τινός Polyb. — получать чьё-л. согласие;
π. δόξαν ἑαυτῷ Xen. — стяжать себе славу6) склонять на свою сторону(τινὰς τῶν πολιτῶν Dem.; τὸν δῆμον Arst.)
7) принимать у себя, приглашать к себе8) совместно приниматься, принимать участие, оказывать содействиеπροσλάβεσθε Arph. — помогите (мне);
τῆς ἀποκρίσεώς τινι π. Plat. — помочь кому-л. в ответе;προσελάβετο - v. l. προσεβάλετο - τούτου τοῦ Φοινικηΐου πάθεος Her. — он был сопричастен к этому несчастью финикиян -
15 συναγωγευς
- έως ὅ1) соединитель, объединитель(τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.)
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор(συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὴ ξ. Luc.)
-
16 μερις
1) часть, доля(τῆς οὐσίας Men.; τέν ἀγαθέν μερίδα ἐκλέξασθαι NT.)
2) сторонаἀφ΄ ἑκατέρας τῆς μερίδος Plat. — с обеих сторон
3) пай, доля, участие4) участь, доля(τοῦ Προμηθέως Luc.)
5) общая доля, общее(τίς μ. πιστῷ μετὰ ἀπίστου; NT.)
6) слой, круг, класс(τρεῖς πολιτῶν μερίδες Eur.)
7) политическая группа, партия8) поддержка, помощь(μ. τινι Dem.)
9) ирон. личность, субъект, «штучка»(κακὰ μ. Anth.)
См. также в других словарях:
πολιτῶν — πολῑτῶν , πολίτης citizen masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek